παναίτιος

παναίτιος
πᾰν-αίτιος, ον, ([etym.] αἰτία)
A cause of all,

Ζεύς A.Ag.1486

; ἓν π. Dam. Pr.37.
2 to whom all the guilt belongs, opp. μεταίτιος, A.Eu.200.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παναίτιος — cause of all masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίτιος — cause of all masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (180 – 110 π.X.) Έλληνας στωικός φιλόσοφος από τη Ρόδο. Πήγε στη Ρώμη, κέρδισε τη φιλία του Σκιπίωνος Αιμιλιανού και τον συνόδευσε σε μιαν αποστολή του στην Αίγυπτο και στην Ασία. Επηρέαζε πολύ τον κύκλο του Σκιπίωνα …   Dictionary of Greek

  • παναίτιον — παναίτιος cause of all masc/fem acc sg παναίτιος cause of all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναιτίου — Παναίτιος cause of all masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναιτίου — παναίτιος cause of all masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναιτίῳ — Παναίτιος cause of all masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναιτίῳ — παναίτιος cause of all masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναίτιοι — Παναίτιος cause of all masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίτιοι — παναίτιος cause of all masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναίτιον — Παναίτιος cause of all masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”